- τρίπυργος
- τρί-πυργος, ον,A with three towers, Orac.Sib. inEM147.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίπυργος — with three towers masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπυργος — ον, Α (για πόλη ή περιοχή) αυτός που έχει τρεις πύργους («Ἀρόη τρίπυργος», Μέγα Ετυμολογικόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πύργος (πρβλ. τετρά πυργος)] … Dictionary of Greek
τρίπυργον — τρίπυργος with three towers masc/fem acc sg τρίπυργος with three towers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek